Δεν κρίνω σκόπιμο να παρουσιάσω στοιχεία για την έκταση των καταστροφών και τις συνέπειες που έχουν. Έκρινα σωστότερο να αναφερθώ στην κατασπάραξη του κόσμου, επιχειρώντας να καταλάβουμε μαζί τη φοβερή αυτή αμαρτία του ανθρώπου - την αιτία της, τις συνέπειές της, και τον τρόπο θεραπείας της.
Το θεμελιώδες αίτιο, βέβαια, είναι η πρώτη και μεγίστη παράβαση του ανθρώπου, η απόφασή του να πάρει στα χέρια του την ευθύνη για τη ζωή και τον κόσμο της, αρνούμενος την άφεσή του στα χέρια του Θεού. Ο Παράδεισος, ο αληθινός κόσμος όπου δεν νοείται αντίθεση αλλά συλλειτουργία του παντός, χάθηκε από το παροντικό, κι έγινε μνήμη κι ελπίδα. Η ζωή πέρα από τα χέρια του Θεού, έγινε σύγκρουση και διεκδίκηση, με βέβαιη κατάληξη την άρνησή της, τον θάνατο.
Αυτό που εύλογα θα περίμενε κανείς, είναι η άμεση μετατροπή του χώρου της ζωής σε βασίλειο θανάτου και ανείπωτου πόνου. Ο πλανήτης μας, θα ’ταν το πεδίο μαχών για την επιβίωση και την καθυπόταξη. Πουθενά γαλήνη, αλλά παντού μοναξιά. Πουθενά δρόσος και αναψυχή, αλλά παντού ανηλεής διεκδίκηση. Ο αέρας της γης θα ’ταν η ανάσα της κόλασης, κάθε τοπίο θα ’ταν το κατώφλι της, στην πόρτα της οποίας ο Δάντης διάβασε το περίφημο εκείνο: «την πάσα ελπίδα σας αφήστε όσοι διαβείτε».
Αλλ΄ ο Θεός δεν άφησε τον άνθρωπο στα χέρια του όφεως, δεν εγκατέλειψε τη δημιουργία έρημη. Κατάργησε το αναπότρεπτο της καταδίκης, παρέχοντας τη δυνατότητα της χάριτος. Κατάργησε το αναπόφευκτο του θανάτου, αντιθέτοντάς του την Ανάσταση.
Ο Θεός φανέρωσε την αγάπη του για τον άνθρωπο, την ίδια στιγμή που του έδειχνε τις οδυνηρές συνέπειες της παράβασης, χαρίζοντάς του το μέγα δώρο της τεχνικής. Έπειτα, έδειξε την αγάπη του προς τη δημιουργία, χαρίζοντας στη φύση την τάση ισορροπίας.
Χάρις στην τεχνική, ο άνθρωπος αποκτά τον τρόπο να κάνει τη ζωή του υποφερτή, να αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες, να μειώνει τις στερήσεις, να αυξάνει εις γνώσιν. Χάρις στην τάση να δημιουργεί οικολογικές ισορροπίες, η φύση αντανακλά τη χαμένη ενότητα του κόσμου. Ο Θεός παρακολουθεί και φροντίζει τόσο την τάξη της φύσεως όσο και την πορεία του ανθρώπου.
Αλλά ο Θεός δεν υποχρεώνει τον άνθρωπο. Ουδέποτε τον υποχρέωσε. Ακόμη και όταν του ζήτησε να μην επιλέξει τον καρπό της αυτονόμησής του από την θεϊκή παρουσία, τον προειδοποίησε, δεν τον παρεμπόδισε. Αντίθετα, τον άφησε να ολοκληρώσει σαν να μην εγνώριζε την επιλογή, σαν να ήταν απών και απληροφόρητος. Κι όταν ήλθε η ώρα να πληρώσει ο άνθρωπος την επιλογή του, Εκείνος τον ρώτησε, σαν να μην ήξερε τι συμβαίνει, σαν να αγνοούσε το αμάρτημα. Κι ο άνθρωπος έσπευσε να δικαιολογηθεί, να αποκρύψει τις ευθύνες του: μίλησε για την παραπλάνησή του, δήθεν, από την σύντροφο που ο Θεός του είχε χαρίσει. Προσπάθησε να ρίξει τις ευθύνες στον Θεό, που του έδωσε αυτή τη γυναίκα.
Το ίδιο θα επαναληφθεί αργότερα από τον Κάϊν: πάλι, ο άνθρωπος θέλησε να ρίξει τις ευθύνες του κακού στον Θεό, που τάχα δεν δέχτηκε τη θυσία του.
Το ίδιο επαναλαμβάνεται έκτοτε, το ίδιο επαναλαμβάνεται βεβαίως και σήμερα: προσπαθούμε να ρίξουμε τις ευθύνες μας πάνω στον Θεό, που έπλασε έτσι τη φύση ώστε να μην μπορούμε παρά να την καταστρέψουμε.
Επικαλούμεθα πολλά. Πρώτα απ’ όλα, ότι η φύση είναι εχθρική προς τον άνθρωπο. Ότι το είδος μας είναι γυμνό, κι ότι απέναντί της έχουμε μόνον ένα όπλο: την τεχνική. Αυτήν λοιπόν χρησιμοποιούμε, αυτήν είμαστε αναγκασμένοι να χρησιμοποιούμε για να επιβιώσουμε.
Δεν είναι εντελώς ψευδές αυτό. Πράγματι, η αυτονόμηση του ανθρώπου συμπαρασύρει το περιβάλλον του στο σύνολό του. Πράγματι, η φύση δεν μεριμνά για τον άνθρωπο, και μπορεί πολύ καλά να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς αυτόν. Δεν ισχύει όμως το αντίθετο. Κι αυτό διότι ο άνθρωπος δεν έγινε θεός της, όπως τον είχε βεβαιώσει ο διαβολεύς, ούτε όμως και ο συνετός άρχων της, όπως τον προέτρεψε ο Θεός.
Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την τεχνική όχι μόνο για να καλύπτει τις ανάγκες του, αλλά κυρίως για να καλύπτει ανάγκες που δημιουργούνται ως συνέπειες των λαθών και των αμαρτημάτων του. Χρησιμοποιεί την τεχνική όχι για να ζήσει μέσα στη φύση, αλλά για να την αντικαταστήσει.
Αρνείται το περιβάλλον που του έδωσε ο Θεός, και επιχειρεί να κατασκευάσει δικό του, σύμφωνο με εωσφορικές προδιαγραφές. Στο υπό κατασκευήν αυτό περιβάλλον, ο άνθρωπος θα είναι μιά μεταλλασσόμενη οντότητα, σύμφωνα με επιλογές που δεν θα μπορεί καν να ελέγξει.
Ο άνθρωπος δεν θα είναι φορέας της εικόνας του Θεού, αφού δεν θα είναι πρόσωπο αλλά πλάσμα, δεν θα έχει ψυχή αλλά ιδιότητες, δεν θα έχει συνείδηση αλλά προδιαγραφές, δεν θα έχει νουν αλλά ικανότητες, δεν θα έχει ηθική αλλά δυνατότητες.
Κι έτσι καταλαβαίνουμε ότι η αρχική παράβαση, η επιλογή να γίνουμε θεοί, δεν είναι μια αφελής συζήτηση ανάμεσα σε ένα λάλον φίδι κι έναν άνθρωπο, δεν είναι μια πράξη χαμένη στα βάθη κάποιου μύθου, αλλά είναι μια επιλογή που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, είναι μια στάση που διέπει και ερμηνεύει τη συμπεριφορά μας και τις αντιλήψεις μας.
Θέλω να σας παρακαλέσω να θυμηθείτε την ασφαλώς γνωστή σας παραβολή του ασώτου υιού. Θα θυμάστε ότι έφυγε από τον οίκο του πατρός του, αφού ζήτησε και πήρε το μερίδιο της περιουσίας που του ανήκε. Και το κατεσπατάλησε, έφθασε δε στο σημείο να μην έχει να φάει παρά μόνο τροφή γουρουνιών. Νομίζετε ότι θα μπορούσε να το διαχειρισθεί με σωφροσύνη, και να επιτύχει, να φτιάξει έναν οίκο αντάξιο του πατρός του; Όχι, δεν γίνεται. Αυτό είναι το μυστικό της παραβολής: η κατασπατάληση αρχίζει την στιγμή που ζητά το μερίδιο να το χειρισθεί όπως αυτός θέλει. Η σπατάλη αρχίζει από την ώρα που δεν κατάλαβε πως η περιουσία δεν έχει νόημα από μόνη της, παρά μόνον εφ όσον είναι στον οίκο του πατρός. Πως ό,τι αρνείται αυτό τον οίκο, δεν είναι παρά ξυλοκέρατα, βελανίδια. Ο άσωτος υιός δεν έγινε άσωτος αφού ξόδεψε το μερίδιό του, αλλά όταν ζήτησε να του το ξεχωρίσουν και να το πάρει.
Αυτό που θα ήθελα να σας μεταδώσω υπενθυμίζοντάς σας την παραβολή και δείχνοντάς σας την αιτία της αποτυχίας του ασώτου, αυτό που μας διδάσκει η πορεία του ανθρώπου, είναι πως η μέριμνα για το περιβάλλον δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερο νόημα και αποτέλεσμα, εάν πάντως βλέπουμε τη φύση σαν μερίδιό μας, σαν κάτι που το διεκδικούμε, που το παίρνουμε από τον οίκο του πατέρα. Δεν θα επιτύχει τίποτε η μέριμνα αυτή, εάν εγγράφεται στο πλαίσιο της αρχικής παράβασης, εάν είναι καθηλωμένη στο αμαρτωλό αίτημα της αυτονόμησης του ανθρώπου, εάν μένει δούλη της άρνησης του Θεού.
Δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος να σώσει το περιβάλλον, αν δεν καταλάβει βαθειά μέσα του ότι η στάση του και οι επιλογές του φέραν τον θάνατο και τον όλεθρο στη δημιουργία. Δεν θα μπορέσει να σώσει τη φύση, αν δεν μετανοήσει, αν δεν επιστρέψει, αν δεν πέσει στα γόνατα κλαίγοντας, παραιτούμενος από την προσπάθεια να «είναι ως θεός».
Αν το κάνει, τότε θα ακούσει τη φωνή την αγαπημένη να λέει: «ταχύ εξενέγκατε στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν»!