Η φτώχεια και η απελευθέρωση

πτωχειαΟ λαός του Θεού, που είχε πάει στην Αίγυπτο ελεύθερος, σιγά - σιγά υποδουλώθηκε. Οι συνθήκες της ζωής έφεραν τους ανθρώπους σταδιακά στην κατάσταση της δουλείας. Η εργασία τους γινόταν ολοένα και βαρύτερη, ενώ οι συνθήκες της διαβιώσεως όλο και πιο άθλιες. Όλο αυτό όμως δεν ήταν αρκετό να τους κάνει να κινηθούν για να αποκτήσουν πραγματική ελευθερία. Από ένα σημείο και πέρα η αθλιότητα μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην επανάσταση, στη βία, στην προσπάθεια να δραπετέψει από αυτή την οδυνηρή και ανυπόφορη κατάσταση. Στην πραγματικότητα όμως καμιά επανάσταση, καμιά φυγή δεν είναι ικανή να μάς χαρίσει την πραγματική ελευθερία. Γιατί πρώτα απ’ όλα η ελευθερία είναι εσωτερική κατάσταση της ψυχής, που έχει άμεση σχέση και εξαρτάται από τη στάση που θα κρατήσουμε απέναντι στο Θεό, στο εγώ και στον κόσμο που μάς περιβάλλει.
Κάθε φορά που οι ισραηλίτες επιχειρούσαν να φύγουν από την Αίγυπτο τους επιβάλλονταν νέα και βαρύτερα εξευτελιστικά έργα. Όταν ήθελαν να κόψουν πλίθρες, δεν τους έδιναν όσο άχυρο τους χρειαζόταν και ο φαραώ διέταξε «να πηγαίνουν και να μαζεύουν μόνοι τους το άχυρο» και «να τους φορτώνετε περισσότερη δουλειά, ώστε να κουράζονται πολύ» (Εξ. 5,7). Ήθελε να ‘ναι εντελώς εξαντλημένοι και τόσο πολύ απορροφημένοι από τη σκληρή δουλειά, ώστε να μην τους έμενε πια μυαλό για την επανάσταση και απελευθέρωση.[...]
Η απελευθέρωση από το διάβολο είναι όμοια με εκείνη που επιχειρήθηκε τότε στην Αίγυπτο, με αρχηγό το Μωυσή. Επίσης κατορθώνεται κατά το βάπτισμα με τη δύναμη του Θεού και τη Χάρη που έχει δοθεί στην Εκκλησία Του. [...]
Ο διάβολος και τα έργα του παίρνουν στη ζωή μας τη θέση που είχε για τους ισραηλίτες στη βιβλική Έξοδο η Αίγυπτος, ο φαραώ και όλα τα άλλα αγαθά που απολάμβαναν, δηλαδή η τροφή και η επιβίωση, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα του ήταν πειθήνιοι σκλάβοι. Αλλά και για μάς τους χριστιανούς όχι η ένοπλη εξέγερση αλλά η προσευχή είναι η τελική και η πιο ουσιώδης επαναστατική πράξη μας κατά τη σκλαβιάς μας. Η προσευχή μας αυτή βιώνεται ταυτόχρονα και παράλληλα και σαν επιστροφή μας στη συναίσθηση της υπευθυνότητας και της οικειότητας μας απέναντι στο Θεό.
Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, η Έξοδος των ισραηλιτών αρχίζει με την ίδια κατάσταση με την οποία αρχίζουμε και εμείς την Έξοδο μας από τη δουλεία στο σατανά. Και αυτή η κατάσταση είναι η συνειδητοποίηση της σκλαβιάς μας, αλλά και της βεβαιότητας ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε ριζικά το αίτημα της ελευθερίας μας με επανάσταση η φυγή. Γιατί είτε δραπετεύσουμε, είτε επαναστατήσουμε δεν ξεφεύγουμε από τη δουλεία, εκτός εάν τοποθετήσουμε σε νέες βάσεις τη σχέση μας με το Θεό και με όλους τους ουσιαστικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες της ζωής μας, όπως διδάσκει ο Κύριος στον πρώτο Μακαρισμό: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών». Η φτώχεια - όντας μόνιμο και ουσιαστικό γνώρισμα της ζωής των δούλων - δεν είναι από μόνη της διαβατήριο για τη βασιλεία των ουρανών. Ένας δούλος, υπάρχει περίπτωση, να στερηθεί και τα υλικά και τα ουράνια αγαθά. Αυτή η φτώχεια, δηλαδή η στέρηση των ουρανίων αγαθών, μπορεί να είναι περισσότερο συντριπτική από εκείνη που ζει κανείς με τη στέρηση των υλικών αγαθών. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι φτωχός δεν είναι εκείνος που στερείται κάτι, αλλά εκείνος που επιθυμεί πάρα πολύ έντονα αυτό που δεν κατέχει.
Η φτώχεια δεν θεμελιώνεται στη βάση του τι έχουμε ή τι δεν έχουμε, αλλά στο πόσο λαχταράμε εκείνο που μάς λείπει και δεν μπορούμε να το αποκτήσουμε.
Αν μελετήσουμε την ανθρώπινη φύση μας, πολύ εύκολα θα ανακαλύψουμε ότι είμαστε πάμπτωχοι και άποροι. Γιατί ό,τι έχουμε, ποτέ δεν το κατέχουμε, όσο και αν εξωτερικά δίνουμε την εντύπωση του πλούσιου και εύπορου ανθρώπου. Στην προσπάθειά μας ν’ αρπάξουμε κάτι, ανακαλύπτουμε πολύ γρήγορα ότι ήδη μάς ξέφυγε μέσα από τα χέρια. Η ύπαρξη μας έχει μοναδική αφετηρία τον κυρίαρχο δημιουργικό λόγο του Θεού, ο οποίος μάς κάλεσε από το μηδέν, από την τέλεια ανυπαρξία στην ύπαρξη που ζωογονείται από την παρουσία Του. Δεν μπορούμε να διατηρήσουμε από μόνοι μας τη ζωή και την υγεία μας. Και όχι μόνο την υγεία μας αλλά και όλες τις άλλες ψυχοσωματικές μας ικανότητες. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν άνθρωπο με πολύ μεγάλη νοημοσύνη. Μόλις σπάσει στον εγκέφαλο αυτού του ανθρώπου ένα πολύ μικρό αιμοφόρο αγγείο, ξεμωραίνεται και νεκρώνεται διανοητικά. Τα συναισθήματά μας μπορούν να μεταβληθούν από κάποια σημαντική ή ασήμαντη αιτία, όπως είναι το κρυολόγημα ή η κόπωση. Κι έτσι τη στιγμή που θέλουμε δεν μπορούμε να νιώσουμε τη συμπάθειά μας για κάποιον, ενώ τόσο πολύ το επιθυμούμε. Ή άλλοτε πάμε στην Εκκλησία και νιώθουμε την καρδιά μας κρύα και σκληρή σαν πέτρα. Αυτή βασικά είναι η φτώχεια. Μάς κάνει όμως αυτού του είδους η φτώχεια πολίτες της Βασιλείας των Ουρανών; Όχι βέβαια. Γιατί, αν ζούμε κάθε στιγμή της ζωής μας μ’ ένα αίσθημα κακομοιριάς – επειδή είμαστε φτωχοί και μάς λείπουν όλα – αν μάς διακατέχει μόνο το αίσθημα της ανέχειας, τότε δεν μπορούμε ποτέ να νιώσουμε ευτυχισμένα παιδιά στο βασίλειο της θείας Αγάπης. Αντίθετα θα έχουμε το βίωμα ότι είμαστε δυστυχισμένα θύματα μιας καταστάσεως που δεν έχουμε τη δύναμη να την αποτινάξουμε, και την οποία μισούμε.
Όλα αυτά μάς φέρνουν πίσω στις λέξεις «πτωχοί τω πνεύματι». Η φτώχεια που μάς ανοίγει τη Βασιλεία των Ουρανών, βρίσκεται στη συνειδητοποίηση του ότι, εφόσον τίποτα απ’ όσα κατέχω δεν μου ανήκει πραγματικά, τότε καθετί που έχω είναι δώρο αγάπης θείας ή ανθρώπινης. Αυτό το βίωμα αλλάζει εντελώς τα πράγματα. Αν κατανοήσουμε βαθιά ότι, μολονότι δεν μπορούμε να ‘ρθούμε στη ζωή και να παραμείνουμε σ΄ αυτή με τις δικές μας δυνάμεις, παρά ταύτα ακόμα υπάρχουμε, τότε ασφαλώς θα ομολογήσουμε ότι κάποια άλλη διαρκής, θεία, αγαπητική δύναμη μάς συντηρεί. Αν παρατηρήσουμε ότι το καθετί που έχουμε στη ζωή μάς προσφέρεται και δεν μπορούμε με τη βία να το εξουσιάσουμε, τότε ασφαλώς θα παραδεχθούμε ότι τα πάντα προέρχονται από την αγάπη του Θεού, η οποία εκφράζεται και γίνεται συγκεκριμένη σε κάθε μικροστιγμή της ζωής μας. Τότε η φτώχεια μας θα γίνει πηγή ατέλειωτης χαράς, αφού το καθετί που έχουμε είναι δείγμα της Αγάπης. Δεν πρέπει ποτέ να προσπαθήσουμε να οικειοποιηθούμε πράγματα, γιατί όταν λέμε ότι αυτό είναι «δικό μου» και όχι είναι «διαρκές δώρο του Θεού», τότε χάνουμε αντί να το κερδίσουμε. Αν κάτι το θεωρώ «δικό μου», τότε δεν έχει καμιά σχέση με την αμοιβαία αγάπη που υπάρχει μεταξύ της ψυχής μου και του Θεού. Αν είναι δικό Του και μού το παρέχει αυτό, μέρα τη μέρα και ώρα την ώρα, γίνεται μέσο για συνεχή ανανέωση της αγάπης μας. Έτσι οδηγούμαστε στο σωστό λογισμό: «Δόξα τω Θεώ, δεν μου ανήκει. Αν ήταν δικό μου θα το εξουσίαζα, αλλά δυστυχώς χωρίς την αγάπη». Η σχέση στην οποία οδηγεί αυτός ο λογισμός είναι εκείνο που το ιερό Ευαγγέλιο το ονομάζει «Βασιλεία των Ουρανών». Σ’ αυτή τη Βασιλεία ανήκουν μόνο εκείνοι που παίρνουν το καθετί από το βασιλιά μέσα σε μια κοινωνία αμοιβαίας αγάπης και που δεν θέλουν να είναι πλούσιοι. Γιατί το να είναι κανείς πλούσιος σημαίνει το να είναι φτωχός από αγάπη, αλλά φορτωμένος υλικά πράγματα. Από τη στιγμή που βρίσκουμε μέσα σ’ αυτή τη σχέση το Θεό, ότι δηλαδή τα πράγματα ανήκουν στο Θεό και καθετί που έχουμε είναι δωρεά του Θεού, απ’ αυτή τη στιγμή αρχίζουμε να μπαίνουμε στη Βασιλεία των Ουρανών και να απελευθερωνόμαστε. 

Αρχιεπισκόπου Antony Bloom
Από το βιβλίο «Ζωντανή Προσευχή»,
Εκδόσεις «Ετοιμασία»