Ιερή Κατήχηση της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ήτοι της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας - Κεφάλαια 3 & 5
Υπό του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
Μεταγλώττιση στην Νεοελληνική υπό Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Δράγα, δφ, δθ.
ΚΕΦ. 3: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
1. Τι ονομάζεται κόσμος (δηλ. κόσμημα);
Κόσμος ονομάζεται το σύνολο της Δημιουργίας, εξ αιτίας της τάξης και αρμονίας που επικρατούν μέσα σ’ αυτήν. Η Δημιουργία διαιρείται στον ορατό και στον αόρατο κόσμο. Ο ορατός κόσμος είναι η υλική φύση. Ο αόρατος κόσμος είναι η άϋλη φύση, δηλαδή οι άγγελοι και η ψυχή του ανθρώπου.[1]
2. Τι διδάσκει η Εκκλησία για τη Δημιουργία του κόσμου;
Η Εκκλησία διδάσκει ότι τον κόσμο τον έκτισε ο Θεός[2] σε έξι ημέρες[3] από το μηδέν,[4] εξ αιτίας της υπερβολικής του αγαθότητας και βούλησης.[5] Και το έκανε αυτό ο Θεός με μόνο το Λόγο Του,[6] επειδή είπε και έγινε. Ώστε λοιπόν ο κόσμος είναι έργο της θείας δύναμης και σοφίας αποκλειστικά.[7]
3. Σε πόσο χρόνο λέει η Γραφή ότι έκτισε ο Θεός τον κόσμο;
Η Παλαιά Διαθήκη λέει ότι ο Θεός έκτισε τον κόσμο σε έξι ημέρες.[8] Λέει επίσης ότι την πρώτη ημέρα έπλασε ο Θεός τον ουρανό και τη Γη. Και ότι η Γη ήταν αόρατη και ακατασκεύαστη και ότι το Πνεύμα του Θεού περιφερόταν πάνω στο ύδωρ. Και είπε ο Θεός, «Να γίνει φως, και έγινε φως».[9] Τη δεύτερη ημέρα έγινε το στερέωμα, δηλ. η έκταση του ουρανού «και κάλεσε ο Θεός το στερέωμα ουρανό».[10] Την Τρίτη ημέρα ξεχώρισε ο Θεός τα ύδατα συγκεντρώνοντάς τα σε ένα μέρος και φάνηκε η ξηρά, η οποία βλάστησε φυτά και δένδρα. Την τέταρτη ημέρα έκτισε ο Θεός τον ήλιο, τη σελήνη και τους αστέρες.[11] Την πέμπτη ημέρα έκτισε τα ψάρια της θάλασσας και τα πτηνά του ουρανού, και κάθε έμψυχο ζώο ερπετό ανάλογα με το γένος τους. Την έκτη ημέρα έκτισε τα τετράποδα και τα ερπετά και τα θηρία της γης ανάλογα με το γένος τους. Μετά τη δημιουργία όλων αυτών έπλασε ο Θεός και τον άνθρωπο.[12]
4. Τι λέει η Γραφή για τη Δημιουργία;
Λέει ότι ο Θεός έπλασε τα πάντα «καλά λίαν».
5. Που έβαλε ο Θεός τον Αδάμ και την Εύα;
Τους έβαλε στον παράδεισο.[13]
ΚΕΦ. 5: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
1. Πως εξιστορεί η Παλαιά Διαθήκη την πλάση του ανθρώπου;
Η Παλαιά Διαθήκη εξιστορεί ότι ο Θεός, αφού συντελέστηκαν τα πάντα, και είδε ότι ήσαν όλα πολύ καλά, είπε: «Ας πλάσουμε τον άνθρωπο κατά την εικόνα μας και κατά την ομοίωσή μας και ας γίνουν κυρίαρχοι πάνω στα ψάρια της θάλασσας, στα πτηνά του ουρανού και στα κτήνη ολόκληρης της γης, ως και σε όλα τα ερπετά που σέρνονται πάνω στη γη. Και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο. Κατά την εικόνα του Θεού τον έπλασε. Αρσενικό και θηλυκό τους έκανε, και τους ευλόγησε λέγοντάς τους: Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε τη γη και κατακυριεύσατε αυτής… κτλ.» (Γεν. 1:26-29).
2. Γιατί έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο;
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει, ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, «επειδή δεν ήταν αρκετό για το Θεό να κινείται μονάχα γύρω από την θεωρία του εαυτού Του, αλλά έπρεπε η αγαθότητά Του να ξεχυθεί στα πολλά κτίσματα Του που παρέλαβαν την ευεργεσία Του».
3. Από τι έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο;
Η αγία Γραφή λέει, ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από το χώμα της γης και ότι ενεφύσησε στο πρόσωπό του την πνοή της ζωής, και έτσι έγινε ο άνθρωπος ζώσα ψυχή» (Γεν. 2:7).
4. Που αναφέρεται το κατ’ εικόνα σύμφωνα με το οποίο πλάστηκε ο άνθρωπος, στο σώμα ή στην ψυχή;
Το κατ’ εικόνα αναφέρεται στην ψυχή, διότι ο Θεός είναι ασώματος και απερίγραπτος. Η εικόνα του Θεού εντυπώθηκε στη φύση της ψυχής του ανθρώπου, δηλ. έγινε ο άνθρωπος όμοιος με τον Θεό με την έννοια ότι έχει νοερή και αυτεξούσια ενέργεια (ελευθερία βούλησης). Η νοερή ενέργεια έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι ιδιότητες της ψυχής σχετίζονται με τις ιδιότητες του Θεού. Η αυτεξουσιότητα έχει να κάνει με τη δυνατότητα του ανθρώπου να εξομοιωθεί με το Θεό με μέσο την αρετή. Δηλαδή, όπως ο Θεός είναι πνεύμα λογικό, έτσι προίκισε και τον άνθρωπο με πνευματικό λόγο, ο οποίος όμως είναι σχετικός και περιορισμένος· όπως ο Θεός είναι αγαθός, έτσι προίκισε και τον άνθρωπο με βούληση του αγαθού. Όπως ο Θεός είναι αυτεξούσιος, έτσι έδωσε και στον άνθρωπο το αυτεξούσιο. Όπως είναι ο Θεός Δεσπότης πάνω σε όλα, έτσι έδωσε και στον άνθρωπο τη δύναμη να είναι ο αρχηγός πάνω σε όλα τα κτίσματα της γης. Με τον ίδιο τρόπο κατανοούνται και τα υπόλοιπα ιδιώματα του ανθρώπου, τα οποία οφείλει να αναπτύξει χρησιμοποιώντας το αυτεξούσιό του, ώστε να αποβεί εικόνα και ομοίωμα του Θεού.[14]
Αυτό ακριβώς εννοεί η Γραφή όταν λέει: «Ενδυθείτε τον καινούργιο άνθρωπο που έχει κτισθεί σύμφωνα με το Θεό, με τη δικαιοσύνη και την αγιότητα της αλήθειας» (Εφ. 4:24)· και κάπου αλλού, «Ενδυθείτε το νέον άνθρωπο που ανακαινίζεται ώστε να αποκτήσει τέλεια γνώση σύμφωνα με την εικόνα του Κτίστη του» (Κολ. 3:10). Οι Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν, ότι το κατ’ εικόνα το λάβαμε από το Θεό αμέσως, ενώ το καθ’ ομοίωση εξαρτάται από εμάς αν το αποκτήσουμε. Όπως το λέει ο Γρηγόριος Νύσσης: «Το να είμαστε κατ’ εικόνα Θεού είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της πρώτης δημιουργίας μας. Το καθ’ ομοίωση Θεού, όμως, εξαρτάται από τη δική μας θέληση, γιατί υπάρχει μέσα μας σαν δυνατότητα και αποκτιέται όταν ενεργοποιείται».[15]
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός το θέτει ως εξής: «Το κατ’ εικόνα αναφέρεται στη νοερή και αυτεξούσια δύναμη της ψυχής, ενώ το καθ’ ομοίωση αναφέρεται στην αρετή και στη δυνατότητα της εξομοίωσης».[16]
—————————————————
[1] Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός λεει τα εξής: «Ο Θεός δημιουργεί τα πάντα από το μη είναι στο είναι, τα ορατά και τα αόρατα, και τον άνθρωπο που συνίσταται από ορατή και αόρατη φύση (Έκδ. της Ορθοδόξου Πίστεως, II,17).
[2] Γεν. 1:1, Ψαλμ. 145:5-6, Ης. 2:5, 45:18, Ιερ, 9:12, Μάρκος 13:19, Πράξεις 4:24, 17:24, Αποκ. 10:6, 14:7, Εβρ. 3:4, Ρωμ. 1:19, Α Κορ. 11:12, Εφ. 3:9, Δαμασκηνός, Έκδ. της Ορθοδόξου Πίστεως, I:3, Αυγουστίνος, Εξομολογήσεις XI:4, Πολιτεία του Θεού XI:4.
[3] Γεν. 1:1, Ψαλμ. 17:5, 58:2, 101:26, Μαρκ.1:6, Ιωάννης 1:1, Εφεσ. 1:34, Κολ. 1:17, Εβρ.1:2, Αθηναγόρας Πρεσβεία 16, Κύριλλος Αλεξανδρείας Εις το Κατά Ιωάννην 6, Αυγουστίνος Πολιτεία του Θεού XI:4, XII:15, Εξολμολογήσεις XI:10.
[4] Β Μακκαβ. 7:28, Ιωάν. 1:3, Ρωμ. 4:17, Εβρ. 11:3, Τατιανός Προς Έλληνας 5, Αθηναγόρας Πρεσβεία 4, 15, 19, Ειρηναίος Κατά Αιρέσεων II:10, IV:20, Τερτουλλιανός Επίκριση των Αιρετικών 13, Εφραίμ ο Σύρος Εις την Γένεσιν 1:1, Ιωάννης ο Χρυσόστομος Εις την Γένεσιν Ομιλία 2, Λακτάντιος Divine Institutes II:9. Οι οπαδοί του Ερμογένη πίστευαν ότι ο κόσμος κτίστηκε από προϋπάρχουσα ύλη (Τερτουλλιανός Κατά Ερμογένους II, Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία 5:21). Ο Σίμων Μάγος, ο Μένανδρος, ο Βασιλείδης, ο Καρποκράτης και άλλοι δίδασκαν ότι οι άγγελοι έπλασαν τον κόσμο από προαιώνια ύλη (Τερτουλλιανός Επίκρισις των Αιρετικών 46, Ειρηναίος, Κατά Αιρέσεων I:24, Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία 4:7); Για τον Κήρυνθο ο κόσμος πλάστηκε από κατώτερες δυνάμεις εν αγνοία του Θεού! (Ειρηναίος, Κατά Αιρέσεων III:11, Αυγουστίνος Περί Αιρέσεων 8), και για τους Οφίτες τους Μανιχαίους και τους Πρισκιλλιανούς πλάστηκε από το δαίμονα. Ο Ωριγένης θεωρούσε τον κόσμο ως αναγκαία και αναπόφευκτη συνέπεια της παντοδυναμίας του Θεού, και συνεπώς τον έλεγε αιώνιο. Όλες αυτές οι αιρέσεις καταδικάστηκαν στο παρελθόν από την Εκκλησία. Μερικές όμως από αυτές ξαναεμφανίστηκαν στο μεσαίωνα. Έχουμε την περίπτωση των Παυλικιανών και των Βογομίλων που απόδιδαν την κτίση του κόσμου στο δαίμονα Σαταναήλ (Φώτιος, Κατά Μανιχαίων 2:5, Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πανοπλία Δογματική 27).
[5] Ψαλμ. 103:11, 134:6, Αποκ. 4:11, Ειρηναίος Κατά Αιρέσεων II:1, Θεοδώρητος Απορροίαι εις την Γένεσιν 3, Δαμασκηνός Έκδ. της Ορθοδόξου Πίστεως II:2).
[6] Γεν.1:3, 6, 7, 9, Ψαλμ. 147:5, Αποκ. 1:11, Ιερεμ. 32:17.
[7] Ψαλμ. 134:5, Παροιμ. 3:19, 8:23-30, Ιερ. 10:12, Ειρηναίος Κατά Αιρέσεων II:2, Ωριγένης Περί Αρχών 1:2, Ευσέβιος, Ευαγγελική Προπαρασκευή 11:10, Κύριλλος Αλεξανδρείας Εις το Κατά Ιωάννην 16, Δαμασκηνός Έκδ. της Ορθοδόξου Πίστεως I:9.
[8] Γένεσις κ. 1.
[9] Γέν. 1:3.
[10] Γεν. 1:14.
[11] Ο Δαμασκηνός λεει, ότι «ο Δημιουργός έβαλε μέσα σε αυτούς τους αστέρες το πρωτόκτιστο φως, όχι διότι δεν είχε κάποιο άλλο, αλλά για να μη μείνει αχρησιμοποίητο εκείνο το φως. Ο αστέρας ή φωστήρας δεν είναι το ίδιο το φως, αλλά το δοχείο του φωτός (Έκδ. της Ορθοδόξου Πίστεως ΙΙ, 22).
[12] Yπάρχουν πολλοί, από παλιά (όπως οι Γνωστικοί, οι Μανιχαίοι, οι οπαδοί του Μαρκίωνα, κ.αλ.) και τώρα, που θεωρούν τον κόσμο πάρα πολύ ατελή και γεμάτο με ελλείψεις και κακά. Την αιτία γι αυτό την αποδίδουν ή στο Θεό ή σε κάποια άλλη αντίθετη και αντίπαλη αρχή του κακού. Την άποψη αυτή πάντοτε την καταδίκασε η Εκκλησία. Άλλοι πάλι πίστεψαν και πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι τόσο τέλειος και καλός, ώστε να ξεχάσουν τον Κτίστη και να θεοποιήσουν την κτίση, και μάλιστα την υλική. Και τα δύο αυτά αντίθετα άκρα είναι εσφαλμένα, γι αυτό και ο Ορθόδοξος χριστιανός οφείλει να απορρίπτει τις βλασφημίες αυτές των υλιστών και των ψευδο-πνευματικών (Πρβλ. Χρυσοστόμου Εις την Β Κορινθ. Ομιλία 11).
[13] Ο άγιος Νεκτάριος έχει ένα εκτενές παράρτημα για τη σημασία των ονομάτων «Αδάμ», «Εύα», «Παράδεισος», όπου εξηγεί ότι Αδάμ σημαίνει Γεννηθείς, Εύα σημαίνει ζωή και Παράδεισος είναι μια περιοχή στην Αρμενία.
[14] Οι Αφθαρτομορφίτες που αρχικά ονομάζονταν και Αυδιανοί από τον αιρετικό Αυδίου, ο οποίος ήταν Σύρος το γένος, πίστευαν, όπως μας πληροφορεῖ ο Θεοδώρητος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του, ότι «ο Θεός είναι ανθρωπόμορφος και ότι αυτό συμπεριλαμβάνει και τα μόρια του ανθρώπινου σώματος τα οποία αναφέρονται κατά συγκατάβαση στην αγ. Γραφή. Η αίρεση εμφανίστηκε γύρω στο 338 μ.Χ. και έλαβε το όνομα Ανθρωπομορφίτες ή Ανθρωπομορφιανοί γύρο στο 370 μ.Χ.
[15] Λόγος εις το Ποιήσωμεν άνθρωπον….
[16] Έκδοση της Ορθοδόξου Πίστεως, ΙΙ.24.